- χαριλαμπέτις
- -ιδος, ἡ, Α(για τη σελήνη) αυτή που λάμπει με χάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + λαμπέτις, θηλ. τού λαμπέτης (< λάμπω), πρβλ. ἐρι-λαμπέτις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek